ἱερόθυτος

ἱερόθυτος
ἱερό-θῠτος, ον,
A devoted, offered to a god, καπνός smoke from the sacrifices, Ar.Av.1265; θάνατος death as a sacrifice for one's country or any holy cause, Pi.Fr.78; ὑποδήματα δερμάτινα ἱ. IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); οἶς ἱ. SIG624.43 (ii B.C.): -θυτα, τά, sacrifices, Theopomp.Hist.76 (s. v.l.), Arist.Oec.1349b13, Plu.2.729c; of meats offered to idols, 1 Ep.Cor.10.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… …   Dictionary of Greek

  • ἱερόθυτον — ἱερόθυτος devoted masc/fem acc sg ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱρόθυτον — ἱερόθυτος devoted masc/fem acc sg ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροθύτου — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen sg ἱεροθύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροθύτων — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερόθυτα — ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”